- γκιουβετσάδα
- η см. γκιουβέτσι 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκιουβετσάδα — η [γκιουβέτσι] 1. μαγείρεμα τού φαγητού γιουβέτσι* 2. γεύμα με κύριο φαγητό το γιουβέτσι … Dictionary of Greek